δοράτειος

δοράτειος
δοράτειος, -ον (Μ)
(για τραύμα) αυτός που προκλήθηκε από δόρυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δόρυ (-ατος) + (κατάλ.) -ειος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”